- ἡγεμονικός
- ἡγεμονικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek
ηγεμονικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ταιριάζει σε ηγεμόνα: Ηγεμονικά δώρα. – Ηγεμονική υποδοχή. – Ηγεμονική φυσιογνωμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡγεμονικά — ἡγεμονικός of neut nom/voc/acc pl ἡγεμονικά̱ , ἡγεμονικός of fem nom/voc/acc dual ἡγεμονικά̱ , ἡγεμονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονικώτερον — ἡγεμονικός of adverbial comp ἡγεμονικός of masc acc comp sg ἡγεμονικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονικωτάτων — ἡγεμονικός of fem gen superl pl ἡγεμονικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονικωτέραις — ἡγεμονικός of fem dat comp pl ἡγεμονικωτέρᾱͅς , ἡγεμονικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονικωτέρων — ἡγεμονικός of fem gen comp pl ἡγεμονικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονικῶν — ἡγεμονικός of fem gen pl ἡγεμονικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονικόν — ἡγεμονικός of masc acc sg ἡγεμονικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονικώτατα — ἡγεμονικός of adverbial superl ἡγεμονικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)